Οικογένεια και Σχολείο και Παραβατικότητα

  • Πέμπτη, 23 Απρίλιος 2009 09:25
 
Θεόδωρος Θάνος
Δρ Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης
Διδάσκων στο Διδασκαλείο Δ.Ε. & Ε.Α.Π.
 
Ο καθοριστικός ρόλος της οικογένειας στην ανάπτυξη του παιδιού γενικότερα, αλλά και στη σχολική επίδοση και συμπεριφορά του παιδιού ως μαθητή ειδικότερα επισημαίνεται τόσο από τους ειδικούς (παιδαγωγούς, κοινωνιολόγους, ψυχολόγους, κ.λπ.) όσο και από τους γονείς και τα ίδια τα παιδιά ακόμα. Κι αυτό γιατί η οικογένεια παρεμβαίνει σε μια ηλικία η οποία είναι καθοριστική για τη μετέπειτα εξέλιξή του.
 
«?Η οικογένεια παίζει τον πρώτο ρόλο? πάντα, γιατί, εντάξει, είναι το πρώτο περιβάλλον που γνωρίζει ο άνθρωπος. Και θα ερεθίσματα που θα δεχθεί είναι οπωσδήποτε? Θετικά ή αρνητικά? ανάλογα? είναι μεγάλη?»
 
Από μια έρευνα που βρίσκεται σε εξέλιξη αυτήν την περίοδο και τα πρώτα αποτελέσματά της θα παρουσιαστούν στη συνέχεια, η οικογένεια θεωρείται από τους εκπαιδευτικούς ως ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες εμφάνισης σχολικής παραβατικότητας. Συγκεκριμένα, ο τρόπος διαπαιδαγώγισης του παιδιού από την οικογένεια θεωρείται από τους εκπαιδευτικούς ο σημαντικότερος παράγοντας πρόκλησης παραβατικής συμπεριφοράς στα παιδιά, άποψη που υιοθετείται και από τα ίδια τα παιδιά.
 
«Η συμπεριφορά που δείχνει κάποιος? όχι μόνο το παιδί? πιστεύω ότι ξεκινάει από το σπίτι? Διότι η συμπεριφορά που έχει από το σπίτι τη βγάζεις και προς τα έξω. Και ότι παιδεία του έχουνε δώσει? (?) Υπάρχουν και μερικές εξαιρέσεις, αλλά σχεδόν όλοι που δημιουργούν προβλήματα στο σχολείο (?) δεν έχουνε πάρει έτσι τη σωστή παιδεία [από το σπίτι»].
 
Στην παρούσα εισήγηση επιχειρείται μια κοινωνιολογική προσέγγιση της παραβατικής συμπεριφοράς των μαθητών που βασίζεται στο ρόλο της οικογένειας και του σχολείου ως θεσμοί κοινωνικοποίησης και συγκεκριμένα στη θεωρία του πολιτισμικού κεφαλαίου. Δεν θα εξεταστούν θέματα που αφορούν την επίδραση ψυχολογικών και ψυχο-κοινωνικών προβλημάτων της οικογένειας στην εμφάνιση παραβατικής συμπεριφοράς από τα παιδιά, όπως για παράδειγμα γονείς σε διάσταση ή γονείς χωρισμένοι, γονέας/ γονείς που κακοποιούν τα παιδιά κ.λπ.
 
Η οικογένεια και το σχολείο αποτελούν δύο από τους σημαντικότερους θεσμούς κοινωνικοποίησης του παιδιού, οι οποίοι, όπως θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς, λειτουργούν όχι μόνο συμπληρωματικά, αλλά και διορθωτικά. Στο βαθμό, δηλαδή, στον οποίο οι αξίες, οι κανόνες κ.λπ. που μεταδίδει η οικογένεια διαφοροποιούνται από τις «καθολικές», δηλαδή τις κυρίαρχες αξίες, κανόνες κ.λπ., το σχολείο, το οποίο υιοθετεί τις κυρίαρχες αξίες, λειτουργεί «διορθωτικά». Στη συνέχεια αναλύεται αυτός ακριβώς ο ρόλος του σχολείου σε σχέση με την οικογένεια και η συμβολή το στην εμφάνιση σχολικής παραβατικότητας.
 
 
Στο πλαίσιο της οικογένειας, ως φορέας κοινωνικοποίησης, το παιδί, μέσα από διάφορους ψυχο-κοινωνικούς μηχανισμούς όπως είναι η ταύτιση και η εσωτερίκευση μαθαίνει κοινωνικούς κανόνες, αξίες, στάσεις, κ.λπ.[2] Π.χ. να προσέχει τον εαυτό του, να είναι ευγενικός, να μην ασκεί σωματική βία, να αγαπά το διάβασμα, να προσέχει τη διατροφή του, να ελέγχει τις επιθυμίες του, να μην κάνει φασαρία σ? ένα δημόσιο χώρο, να περιμένει τη σειρά του κ.λπ.
 
Τώρα; Είναι αργά. Τώρα θα πιάσεις το παιδί να του πεις «Παιδί μου, μάθε να διαβάζεις»? Αυτό είναι να δώσουνε αγωγή, θα σου δώσουνε αγωγή από τις πρώτες τάξεις του γυμνασίου? απ? το δημοτικό και στην α΄ γυμνασίου, ας πούμε? Τότε δίνονται οι βάσεις? Και θα ?πρεπε να δίνονται οι βάσεις από τους γονείς? στα παιδιά να διαβάζουν. Ας πούμε αν ο γονέας δεν κάτσει μαζί με το παιδί του, να διαβάσουν μαζί? Να διαβάζει ο γονέας, να διαβάζει το παιδί, να του δείχνει, να κάνει? τότε δεν πρόκειται το παιδί να? πάρει σωστή αγωγή, να διαβάζει ας πούμε?
Εγώ θυμάμαι που με τη μητέρα μου, που, απ? όταν ήμουνα πολύ μικρός, διαβάζαμε παραμύθια? λογο[τεχνικά]? έτσι βιβλία για παιδάκια? Θυμάμαι που πήγα στο δημοτικό και ήξερα να γράφω και να διαβάζω. Είχα συνηθίσει από το σπίτι. (?)
Ήτανε ας πούμε συνέχεια? μαζί μου η μητέρα μου (?) κι αυτή ήθελε? πως τα αγαπούσε τα γράμματα, κ.λπ. το διάβασμα, όλα αυτά. Και μου ΄δωσε ας πούμε και? τα ερεθίσματα για να διαβάζω? μου ?δωσε τα ερεθίσματα? Μου διάβαζε.. διαβάζαμε παραμύθια? Και γω όπως μου τα διάβαζε, είχα κι εγώ την τάση, μου άρεσε να μαθαίνω όταν ήμουνα μικρό παιδάκι, κι είχα.. πώς το λένε? δίψα.. πώς το λένε μου άρεσε? Διάβαζα ας πούμε Ποπάυ μέχρι? όλα τα παραμύθια. Αφού έβαζα τη μητέρα μου να μου διαβάζει παραμυθάκια ας πούμε? και μου διάβαζε. Έκανε μια λάθος λέξη. «Όχι μαμά, δεν είναι έτσι, έτσι είναι» και χωρίς να ξέρω να διαβάζω? τότε ήξερα πώς πάει? και κάτι τέτοια. Δηλαδή σου λέω μου έκανε καλό, γιατί ήταν από κοντά μου ας πούμε? Κάθε βράδυ ας πούμε, κάθε απόγευμα όταν είχε μία ώρα? μπορεί και δυο ώρες, διαβάζαμε. Ήμασταν μαζί? μου ΄λεγε ιστορίες.[3]
 
Όλο αυτό το σύστημα των αξιών, των κανόνων, κ.λπ., γνωστό ως πολιτισμικό κεφάλαιο, ενσωματώνεται με τέτοιο τρόπο ώστε να αποκτά βιολογική υπόσταση, να μοιάζει με χάρισμα ή κληρονομικό χαρακτηριστικό[4]. Σ? αυτήν τη διαδικασία το παιδί δεν είναι παθητικός δέκτης, αλλά συμμετέχει ενεργά.  
 
Εγώ πιστεύω ότι είναι από τη φύση? Το διάβασμα εγώ πιστεύω ότι είναι χάρισμα? το να κόβει το μυαλό σου και να θέλεις να διαβάσεις?
[ Δηλ. εσύ νομίζεις ότι το μυαλό σου δεν κόβει?]
Όχι ότι δεν κόβει? εννοούμε κάποιος μαθητής το μυαλό του λειτουργεί να θέλει μόνο να διαβάσει, να παίρνει συνέχεια πληροφορίες? θέλει να μαθαίνει συνέχεια καινούρια? Ενώ κάποιος μαθητής.. μπορεί να μην του αρέσει το διάβασμα τόσο πολύ. Να διαβάζει ένα βιβλίο, όπως διαβάζω εγώ, το χρόνο ή μόνο τα μαθήματα ίσα-ίσα για να περάσει την τάξη? και να βγάλει κάποιο βαθμό. Οι άλλοι διαβάζουν και το καλοκαίρι? διαβάζουν? είναι συνεχόμενο το διάβασμα? Όχι, είναι? από γεννη? μπορώ να πω ότι είναι κληρονομικό.
 
Από μικρό παιδί είχα ερεθίσματα, να βλέπω το μπαμπά μου με την άσπρη ποδιά? Έπαιρναν τηλέφωνο για να τον ρωτήσουν για κάποια εξέταση? Στο νοσοκομείο πήγαινα συχνά που δούλευε? Κι έτσι πάντα θυμόμουνα τον εαυτό μου εκεί?
 
Το περιεχόμενο της κοινωνικοποίησης, δηλαδή οι κοινωνικές αξίες, κανόνες, στάσεις κ.λπ., αλλά κι ο τρόπος μετάδοσής του στα παιδιά, δεν είναι ίδιος για όλες τις οικογένειες. Για παράδειγμα, ο τρόπος που χειρίζεται ένας πατέρας την επιθυμία του παιδιού να παρακολουθήσει μια παιδική ταινία στην τηλεόραση του σαλονιού, ενώ ο ίδιος εκείνη τη στιγμή παρακολουθεί έναν ποδοσφαιρικό αγώνα. Ο χειρισμός αυτής της «σύγκρουσης» διαφοροποιείται μεταξύ των οικογενειών. Σε μια οικογένεια ο πατέρας θα συνεχίσει να βλέπει το ποδόσφαιρο και θα προτείνει στο παιδί να ασχοληθεί με κάτι άλλο. Κάποιος άλλος πατέρας θα προτείνει στο παιδί να δει την παιδικά ταινία σ? ένα άλλο δωμάτιο όπου υπάρχει τηλεόραση. Ένας άλλος θα βάλει την παιδική ταινία και θα πάει σε άλλη τηλεόραση του σπιτιού να δει το ποδόσφαιρο. Κάποιος άλλος πάλι θα βάλει την παιδική ταινία και θα μείνει να την παρακολουθήσει με το παιδί του. Έτσι, η αξία «σεβασμός στην προσωπικότητα και τα δικαιώματα του παιδιού» υλοποιείται με διαφορετικό τρόπο σε κάθε οικογένεια και βιώνεται διαφορετικά από κάθε παιδί.
Οι «καθολικές» αξίες μιας κοινωνίας, που στην πραγματικότητα είναι οι αξίες των κυρίαρχων κοινωνικών στρωμάτων, δεν βιώνονται με τον ίδιο τρόπο απ? όλες τις οικογένειες. Η διαφοροποίηση αυτή βρίσκεται σε συνάρτηση με την κοινωνική ένταξη της οικογένειας και τις αντίστοιχες στρατηγικές αναπαραγωγής της κι είναι αποτέλεσμα μιας περίπλοκης διαδικασίας αξιολόγησης: α) των αντικειμενικών δυνατοτήτων, β) των διατιθέμενων μέσων και γ) της εκτίμησης του οφέλους και του αντίστοιχου κόστους[5]. Για παράδειγμα, η αξία της μόρφωσης/ εκπαίδευσης αποτελεί μια κυρίαρχη αξία της κοινωνίας μας, η οποία προσανατολίζει όλα τα άτομα της κοινωνίας για την απόκτηση τίτλων σπουδών. Όμως, ως δράση αυτή η αξία διαφοροποιείται μεταξύ των οικογενειών. Στη δεκαετία του ?60, για μια οικογένεια η μόρφωση σήμαινε το παιδί να τελειώσει το δημοτικό, για μια άλλη οικογένεια να τελειώσει τη μέσα εκπαίδευση (εξατάξιο τότε γυμνάσιο) και για κάποια άλλη οικογένεια να τελειώσει ένα ΑΕΙ. Σήμερα, για μια οικογένεια μόρφωση σημαίνει το παιδί να τελειώσει μια ανώτατη σχολή η οποία θα του εξασφαλίσει μια σταθερή απασχόληση, μια άλλη το παιδί να τελειώσει ένα ΑΕΙ με καλές επαγγελματικές προοπτικές και να κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στην Αγγλία, τη Γαλλία ή τη Γερμανία, για μια άλλη οικογένεια το παιδί να σπουδάσει σε ένα καλό πανεπιστήμιο του εξωτερικού και να συνεχίσει εκεί και τις μεταπτυχιακές του σπουδές, κ.λπ. Επομένως, κατά τη διαδικασία της αξιολόγησης της αξίας «μόρφωση», διαφέρει ο σκοπός-στόχος μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, αλλά η αξία «μόρφωση» ως ιδεώδες παραμένει σταθερή. Η διαφοροποίηση αυτή μεταξύ των οικογενειών δεν είναι τυχαία, αλλά βρίσκεται σε συνάρτηση με την κοινωνική ένταξη της οικογένειας και τις στρατηγικές αναπαραγωγής της.
 
[Οι γονείς] θέλουνε να βρω μια δουλειά που να?. Να πάρω κάποιο δίπλωμα.. να αποκατασταθώ, ώστε να έχω μια δουλειά?
 
Εμένα ο πατέρας μου μου λέει ότι χρειάζεται το απολυτήριο, είναι καλό. Γιατί τώρα υπάρχει πολλή ανεργία και οι περισσότεροι ζητούνε απολυτήριο ας πούμε. Κι ακόμα, αν έχει βγάλει το λύκειο? Μπορείς να έχεις κάποιο βύσμα και να σε βάλουν ας πούμε στο δημόσιο? Να μπορείς να ζήσεις ας πούμε? Χωρίς το χαρτί είναι δύσκολο..
 
Τις περισσότερες φορές που μιλάμε είναι? Το μόνο που ακούω είναι: «Να περάσεις στο πανεπιστήμιο, να πάρεις ένα χαρτί» ξέρω γω «να εξασφαλίσεις το μέλλον σου» (?) Να μελετήσεις καλά το θέμα» ξέρω γω «και διάβαζε καλά, να γράψεις, ότι σχολή κι αν είναι αυτή». Γιατί άμα περάσεις σε μια σχολή, το μόνο που μετράει είναι το χαρτί. Ας πούμε να μπεις στο πανεπιστήμιο.
 
Πρώτα έχω βάλει ιατρικές σχολές. Ε, κι αυτό ήταν αποδοχή? Από πολύ μικρός είχα διαλέξει την ιατρική ως επάγγελμα (?) Έχουμε πάρα πολλούς συγγενείς που είναι γιατροί και μ? αρέσει έτσι σαν επάγγελμα.
 
Μ? έχει βάλει ο πατέρας μου στο λούκι, από α΄ ?. β΄ ?. Γυμνασίου. Μου ?λεγε «αυτά είναι τα σημαντικά μαθήματα που θα σου δώσουν ψωμί στη ζωή σου», όπως μου το ?λεγε.. Και εντάξει δεν έχω κανένα πρόβλημα που μ? έβαλε σ? αυτό το λούκι? μ? αρέσει, οπότε εντάξει? Με βοηθάει κιόλας στα μαθήματα αφού είναι το στοιχείο του, οπότε δεν έχω κανένα πρόβλημα. Αυτή είναι η δουλειά του, ωραία; Και ξέρει τα μαθήματα οπότε με βοηθάει.. Αυτή είναι δουλειά του? οπότε ότι πρόβλημα κι αν έχω στα μαθήματά μου? μου τα λέει αυτός και? μου τα εξηγεί και τα πάμε μια χαρά.
 
Ε.. είναι και οι γονείς. Δηλαδή, κυρίως από τα χωριά? Βλέπω ότι (?) οι γονείς δεν θέλουν? Θέλουν τα παιδιά τους να τελειώσουν πάνω-κάτω το δημοτικό? Να τα στείλουν στο γυμνάσιο? και άμα βλέπουν ότι δεν τα καταφέρνουν? να τα παίρνουν μαζί τους στη δουλειά, στα κτήματα? με τα πρόβατα και τις κατσίκες τέλος πάντων.
 
Το πολιτισμικό κεφάλαιο ως έκφραση της κοινωνικοποίησης των παιδιών διαφοροποιείται ποσοτικά και ποιοτικά μεταξύ των οικογενειών, ανάλογα με την κοινωνική τους προέλευση[6]. Από την άλλη το σχολείο, ως θεσμός του κράτους, υιοθετεί ένα συγκεκριμένο πολιτισμικό κεφάλαιο, αυτό των «μεσαίων» και «ανώτερων» κοινωνικών στρωμάτων. Επομένως, ενώ για τα παιδιά από τα «ανώτερα» και «μεσαία» κοινωνικά στρώματα το σχολείο αποτελεί μια «φυσική» συνέχεια, για τα παιδιά από τα λαϊκά στρώματα αποτελεί μια «νέα» πραγματικότητα αξιών, κανόνων, αρχών, στάσεων συμπεριφορών, κ.λπ. Το σχολείο, όμως, αποκρύπτοντας αυτήν την πραγματικότητα πείθει τους μαθητές, μέσα από μια σειρά «αντικειμενικών» αξιολογήσεων ότι οι διαφορές στις επιδόσεις οφείλονται σε κάποιο «χάρισμα», είναι κληρονομικό, κ.λπ.[7]
 
Τα φυτά έχουν τον καλό τους το βαθμό? Είναι έτσι από τη φύση τους να κάνουν ησυχία. Δηλαδή δεν τους νοιάζει? Δεν κάθονται με το ζόρι ήσυχοι? Δεν έχουνε πρόβλημα, δεν τους νοιάζει?
 
Το γεγονός ότι το σχολείο υιοθετεί το πολιτισμικό κεφάλαιο των «μεσαίων» και «ανώτερων» κοινωνικών στρωμάτων έχει ως αποτέλεσμα τα παιδιά από τα λαϊκά στρώματα να αντιμετωπίζουν δυσκολίες προσαρμογής και να πετυχαίνουν χαμηλές επιδόσεις. Οι δυσκολίες προσαρμογής και οι χαμηλές επιδόσεις συνιστούν σημαντικούς παράγοντες εμφάνισης παραβατικής συμπεριφοράς από την πλευρά των παιδιών.
Όταν η συμπεριφορά διαφοροποιείται από το πλαίσιο τον κοινωνικό κανόνα, αλλά είναι μέσα στα πλαίσιο του αποδεκτού, τότε χαρακτηρίζεται ως αποκλίνουσα συμπεριφορά. Όταν η συμπεριφορά διαφοροποιείται από το πλαίσιο των κοινωνικών κανόνων, αλλά δεν είναι αποδεκτή και τότε χαρακτηρίζεται ως παρεκκλίνουσα ή παραβατική συμπεριφορά. Όταν η συμπεριφορά παραβιάζει τους ποινικούς νόμους τότε χαρακτηρίζεται ως εγκληματική συμπεριφορά. Στην περίπτωση των ανηλίκων η εγκληματική συμπεριφορά χαρακτηρίζεται ως παραβατική συμπεριφορά[8].
Ως σχολική παραβατικότητα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η συμπεριφορά των μαθητών που παραβιάζει τους σχολικούς κανόνες, ορισμένοι από τους οποίους αποτελούν και κοινωνικούς κανόνες ή κανόνες του ποινικού δικαίου.
Σύμφωνα με τον Sellin, η παραβατική συμπεριφορά πολλές φορές είναι αποτέλεσμα της σύγκρουσης πολιτισμικών αξιών.
 
Κοίταξε, ο καθένας είναι ας πούμε στην ειδικότητα του? Δηλαδή εμένα δεν μ? αρέσει το διάβασμα. Μ? αρέσει να παίζω μπάλα ή να δουλεύω (?) Ο άλλος του αρέσει να διαβάζει. Εγώ δεν μπορώ? Δεν έχω συνηθίσει έτσι? Είναι, πιστεύω, και να το ?χει και το παιδί μέσα του? να του αρέσει να διαβάζει? (?) και να θέλει να προχωρήσει αργότερα? Εγώ? δεν το σκέφτομαι έτσι? Έτσι έχω συνηθίσει? (?)
Δεν μ? αρέσει το διάβασμα? Αυτό δεν μ? αρέσει? Με αποτέλεσμα να βαριόμαστε στην τάξη και να κάνουμε φασαρία. Να βρίσκουμε ευκαιρίες και να κάνουμε ότι μπορούμε? το κακύτερο που λέμε? Ε.. τι άλλο να σου πω? (?)
Είναι από τη μια πλευρά είναι συνήθεια? (?) και από την άλλη είναι ότι μας αρέσει κιόλας? είναι τρόπος? πώς να σου πω? ο τρόπος μας έτσι? Δεν έχουμε μάθει αλλιώς? πώς να στο πω? (?)
Έτσι όπως έχω συνηθίσει τώρα ας πούμε να κάνω φασαρία? Σε κάποιο μάθημα δεν?, σε κάποια ώρα δεν κάνω φασαρία? είναι πάρα πολύ δύσκολο για μας, μονότονο.. Είναι εκτός συνήθειάς μας? να στο πω έτσι? (?)
Κοίταξε, είναι μερικοί που λες? είναι μερικά παιδιά όπως εγώ? που να πω την αλήθεια? δεν μ? αρέσει το σχολείο? Και δεν με στέλνει αναγκαστικά ο πατέρας μου? Μου λέει «Κάτσε εδώ να δουλέψεις? άμα δεν σου αρέσουν τα γράμματα? άμα δεν θες να πας». Αλλά είναι ότι σκέφτομαι μετά? το χαρτί ότι χρειάζεται?
 
Μάλλον δεν τους αρέσει το σχολείο? δεν ενδιαφέρονται και? κάνουν αταξίες? Δεν μπορούν να παρακολουθήσουν, δεν μπορούν να προσαρμοστούν σ? αυτήν την κατάσταση? Τους φαίνεται παράλογο?
 
Κάποια άτομα έρχονται στο σχολείο, αλλά δεν θέλουν να κάνουν μάθημα. (?) Όχι γιατί το σχολείο έχει κάτι. (?) Έρχονται στο σχολείο, αλλά δεν θέλουν να κάνουν μάθημα? και οδηγούμαστε στις καταλήψεις, οδηγούμαστε στις αποχές. Βγαίνουνε έξω από την τάξη ας πούμε για απουσίες. Πολλές φορές μιλάνε μπουρ, μπουρ, μπουρ συνέχεια. Λένε αρνητικά σχόλια για τον καθηγητή? ακόμα και μπροστά στον καθηγητή. Φωνάζουνε, παίζουνε.. οτιδήποτε ας πούμε? Έχουνε φέρει και κασετόφωνα στην τάξη ας πούμε. Μερικές φορές έτυχε κι αυτό το πράγμα. (?) Τα ?χουν γραμμένα όλα. Πάνε απλά για να πάνε. Δεν πάνε ούτε για να μάθουν, ούτε έχουν στόχους, ούτε όνειρα. Αυτοί λογικό είναι, θέλουν να παίξουν. Δεν θέλουν να μάθουν και να διαβάσουν. Θέλουν να μην κάνουν μάθημα? χωρίς όμως να επιβαρύνονται με απουσίες, κακούς βαθμούς, κ.λπ.
 
Ακόμη, ο αποκλεισμός από τη σχολική διαδικασία που συνεπάγονται οι χαμηλές επιδόσεις, σύμφωνα με τον Cohen μπορεί να οδηγήσουν στην εκδήλωση παραβατικής συμπεριφοράς ως μορφή διαμαρτυρίας/ αντίδρασης στην κατάσταση του αποκλεισμού τους[9]. Η αντίδραση συνήθως εκδηλώνεται προς τους καθηγητές, οι οποίοι σ? ένα βαθμό, άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο, εκφράζουν το εκπαιδευτικό σύστημα.
 
Άλλοι κάνουν φασαρία για να? απλά και μόνο να διακοπεί το μάθημα, να? σπάσιμο για τα παιδιά τα οποία θέλουν να προσέχουν?
 
Άμα τους πει τίποτα βαρύ ο καθηγητής, αμέσως αντιδρούν? (?) Έχουμε έναν ο οποίος ήρθε από χωριό.. κι αυτός μιλάει συνέχεια. Κάθεται με μία ξαδέρφη του στο θρανίο? και μιλάνε συνέχεια αυτοί οι δύο. Μια στιγμή ο καθηγητής γυρνάει και τους λέει: «Εγώ δεν σας ανέχομαι άλλο εδώ μέσα. Δεν ξέρω τι θα κάνετε? Να πείτε στον πατέρα σας να μην σας ξαναφέρει εδώ και να σας έχει στο χωριό να βοσκάτε πρόβατα». Ε, εκεί κάπου πήρε ανάποδες ο μαθητής και σηκώθηκε? Βέβαια η ξαδέρφη του βγήκε κατευθείαν έξω? δεν μίλησε. Αυτός? του λέει του καθηγητή: «Εγώ» λέει «έρχομαι εδώ επειδή θέλω. Όχι επειδή με στέλνει ο πατέρας μου»? Και του κάνει [ο καθηγητής]: «Αφού έρχεσαι εδώ γιατί το θέλεις, θ? αρχίσεις να διαβάσεις και να συμμορφωθείς» και κάτι τέτοια. Ε, και εκεί πλακωθήκανε λίγο και μετά βγήκε αυτός έξω από τα νεύρα του.
 
Εντάξει, κάποιες φορές πραγματικά οι μαθητές έχουν δίκιο. Οι καθηγητές ποτέ δεν τους λαμβάνουν υπόψη. Νομίζουν ότι επειδή είναι καθηγητές, είναι εξουσία. Πάντα ότι πουν αυτοί είναι το σωστό.
 
Αυτοί που βασικά φρικάρουν περισσότερο στο σχολείο είναι οι κακοί μαθητές. Και φρικάρουν επειδή βαριούνται το σχολείο? επειδή πηγαίνουν για βόλτα στο σχολείο και επειδή θέλουν ξέρω γω το σχολείο? τελικά να καταλήξει καφετέρια? καφενείο? Να πηγαίνουν μόνο για τη βόλτα τους? Για τίποτα άλλο. Και γι? αυτό δημιουργούνται και ορισμένες καταστάσεις? Για να αλλάξουν? ίσως πιστεύοντας έτσι ότι θα αλλάξουν ας πούμε το σχολείο? Θα το κάνουν να έρθει στα μέτρα τους.
 
Σύμφωνα με τους Cohen & Ohlin ο αποκλεισμός από τα μέσα πραγμάτωσης ενός στόχου μπορεί να οδηγήσει τα άτομα στη χρήση παράνομων μέσων για την πραγμάτωση αυτών των αξιών[10]. Έτσι, οι μαθητές μπορεί να υιοθετήσουν παραβατικές μορφές συμπεριφοράς προκειμένου να πετύχουν τους στόχους που θέτει το σχολείο.
 
Ήτανε μια φορά ξέρω γω? κάναμε διαγώνισμα. Και καθόταν ένα παιδί από πίσω? Και από μπροστά καθόταν ένας άλλος καλός μαθητής? φυτό. Και του λέει ο από πίσω? να του πει? Κι ο άλλος δεν μπορούσε να του πει? ή δεν ήξερε? δεν θυμάμαι τώρα τι είχε γίνει. Ε, και μετά αφού τελείωσε το διαγώνισμα, βγήκε έξω και πήγε να τον σφαλιαρώσει? Ξέρεις, «γιατί δεν μου ΄πες» και καλά? Τον έσπρωξε και του ?ριξε? κανά δυο φάπες εδώ πέρα?
 


[1] Το παρόν άρθρο αποτελεί εισήγηση στην Επιστημονική Ημερίδα με θέμα «Σχολείο και Οικογένεια» που οργάνωσε το 3ο Γρ. Π.Ε. Ν. Ηρακλείου στο Καστέλι Ηρακλείου, στις 17 Μαΐου 2008. Μέρος της δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ελευθερία» (Λάρισα), στις 8/7/2008, σελ. 8.
[2] Βλ. Τσαούσης, Δ. (1993). Η κοινωνία του ανθρώπου: Εισαγωγή στην Κοινωνιολογία (45η έκδ.). Αθήνα: Gutenberg, σελ. 136-140? Κασιμάτη, Ρ., κ.ά. (2006). Κοινωνιολογία γ΄ λυκείου. Αθήνα: ΟΕΔΒ, σελ. 51-53? Πετρονώτη, Μ. (1999). Κοινωνικοποίηση και κοινωνικός έλεγχος. Στο Ε. Χατζηκωνσταντή (Επιμ.): Κοινωνιολογία γ΄ λυκείου (ζ΄ έκδ.). Αθήνα: ΟΕΔΒ, σελ. 164-165.
[3] Τα αποσπάσματα των συνεντεύξεων είναι μέρος της έρευνας που είχε πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο των μεταπτυχιακών σπουδών: Βλ. Θάνος, Θ. (1999). Δυσφορία στο σχολείο και αντι-δράσεις των μαθητών: Οι επιδράσεις της αντιφατικότητας του εκπαιδευτικού συστήματος στους μαθητές [μεταπτυχιακή εργασία]. Ρέθυμνο: Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης Παν/μίου Κρήτης.
[4] Βλ. Bourdieu, P. (1994). Κείμενα κοινωνιολογίας (Ν. Παναγιωτόπουλος, Επιμ.). Αθήνα: Δελφίνι? Bourdieu, P. & Passeron, J.-Cl. (1993). Οι κληρονόμοι: Οι φοιτητές και η κουλτούρα (Ν. Παναγιωτόπουλος, Εισαγωγή). Αθήνα: Καρδαμίτσα.
[5] Βλ. Δασκαλάκης, Η. (1985). Η εγκληματολογία της κοινωνικής αντίδρασης (Παραδόσεις). Αθήνα-Κομοτηνή: Αντ. Σάκκουλας, σελ. 55-57.
[6] Bourdieu, P. (2002). Η διάκριση: Κοινωνική κριτική της καλαισθητικής κρίσης. Αθήνα: Πατάκης.
[7] Bourideiu, P. & Passeron, J.-Cl. (1993). Οικληρονόμοι? όπ.π.
[8] Βλ. Τσαούσης, Δ. (1993). Χρηστικό Λεξικό Κοινωνιολογίας (γ΄ έκδ.). Αθήνα: Gutenberg.
[9] Βλ. Δασκαλάκης, Η. (1985). Η εγκληματολογία?. όπ. π. σελ. 40-41.
[10] Βλ. Δασκαλάκης, Η. (1985). Η εγκληματολογία?. όπ. π. σελ. 40-41.