Με το χέρι στην καρδιά...

  • Πέμπτη, 23 Απρίλιος 2009 09:29
Μερικά από αυτά που κάνουμε στο νηπιαγωγείο (αλλά και στο δημοτικό) και είναι τόσο λάθος!
 
Γράφοντας τις παρακάτω απόψεις μου, έχω ως στόχο να υπογραμμίσω τακτικές, μεθόδους ή ακόμη και ισχυρές συνήθειες όλων μας, που προσωπικά εκτιμώ και τεκμηριώνω ως λαθεμένες Από τη στιγμή που το περιοδικό του συλλόγου μας αποτελεί έναν χώρο γόνιμου διαλόγου μεταξύ συναδέλφων και η αυτοκριτική είναι απαραίτητη διαδικασία για την προσωπική, επαγγελματική κ.λπ. εξέλιξή μας, συλλογίστηκα, λοιπόν, ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να είναι εποικοδομητικό. Θα μπορούσε για παράδειγμα να ανοίξει έτσι, ένας σχετικός διάλογος ανάμεσά μας που ίσως μας κάνει να δούμε κάποια παγιωμένα πράγματα, αλλιώς. Σαφώς γνωρίζω, και αναγνωρίζω, ότι εργαζόμαστε κάτω από αντίξοες συνθήκες και με ελλιπείς υλικοτεχνικές υποδομές, ότι βιώνουμε μία τεράστια διαφορά ανάμεσα στη θεωρία, ενίοτε και την «πανεπιστημοσύνη» των ειδικών, και την αποκαρδιωτική πραγματικότητα που αντιμετωπίζουμε καθημερινά. Σαφώς επίσης αντιλαμβάνομαι ότι γινόμαστε δέκτες της αγωνίας των γονιών να μάθουν τα παιδιά τους γράμματα ή της πίεσης, από πλευράς τους, να μάθουμε στα παιδιά τους γράμματα ήδη από την ηλικία των 4 χρόνων. Όλα αυτά όμως δεν σημαίνει ότι δεν φέρουμε κι εμείς ευθύνες για όσα συμβαίνουν στο χώρο του νηπιαγωγείου/σχολείου και εννοώ τις ευθύνες που φέρουμε ως εκπαιδευτικοί για τις επιλογές που κάνουμε σχετικά με την μαθησιακή διαδικασία. Είμαι σίγουρη ότι όσοι/ες συμφωνούν μαζί μου θα μειδιάσουν. Οσοι/ες διαφωνούν όμως, ας μην βιαστούν να «με ρίξουν στον Καιάδα»? Ίσως, μέσα στα παρακάτω γραφόμενα να υπάρχει κάποιος σπόρος που θα βλαστήσει αργότερα στην σκέψη τους?. Ίσως, τέλος, κάποιοι απλά να αναρωτηθούν? Απλά;? Μακάρι, γιατί το απλό δεν είναι πάντα και το πιο εύκολο?.
 
Οι ?καταραμένοι? μαρκαδόροι
Σίγουρα οι μαρκαδόροι γοητεύουν τα παιδιά. Έχουν έντονα χρώματα, γλιστράνε στο χαρτί, δεν κουράζουν τον αδούλευτο ακόμη καρπό τους, έχουν γρήγορο αποτέλεσμα. Εμείς όμως, γνωρίζουμε ότι με τους μαρκαδόρους τα παιδιά δεν εξασκούν τον καρπό τους όσο θα έπρεπε, δεν μπορούν να πειραματιστούν με χρώματα και τεχνικές, δεν εξοικειώνονται με την ξύστρα? Γνωρίζουμε ακόμη, ότι οι ζωγραφιές τους δεν θα αντέξουν στο χρόνο, αφού μετά από λίγα χρόνια θα εξατμιστούν? Όπως όμως τίποτε δεν είναι αναντικατάστατο, έτσι και οι μαρκαδόροι. Μπορούμε να αφήσουμε στην ελεύθερη διάθεση των παιδιών πολλά άλλα υλικά π.χ. για γλυπτική, κολλάζ (με ατλακόλ και όχι πάντα με UHU), νερομπογιές, δακτυλομπογιές, κηρομπογιές, που πέρα από τον ψυχαγωγικό, έχουν και παιδαγωγικό χαρακτήρα, αφού απαιτούν από τα παιδιά να εξασκήσουν περισσότερες δεξιότητές. Γιατί λοιπόν, να μην περιορίσουμε (όχι βέβαια να εξαφανίσουμε) την απανταχού παρουσία τους στο νηπιαγωγείο και στη θέση τους να προτείνουμε στους μαθητές μας, να χρησιμοποιούν κάτι άλλο;
 
Αχ, αυτό το καβαλέτο!
Το ξέρουμε καλά αυτό. Το καβαλέτο στα νηπιαγωγεία επιτρέπει στα παιδιά να ζωγραφίζουν σε μεγάλες επιφάνειες, να πειραματίζονται κα να μαθαίνουν? Προσωπικά, θεωρώ τη ζωγραφική στο καβαλέτο ως ένα πολύ επιτυχημένο και βιωματικό τρόπο για να μαθαίνουν τα παιδιά, κατά τη διάρκεια όλης της σχολικής χρονιάς, τα χρώματα και τις μεταξύ τους σχέσεις, να ανακαλύπτουν τεχνικές, (πορτραίτο, τοπίο, φόντο, πουαντιγισμός κ.λπ.), έννοιες (π.χ. περίγραμμα, προοπτική, χωροταξικές έννοιες, διαστάσεις). Αποτελεί επίσης, ένα πολύ καλό μέσο για να ασκούν τα παιδιά, με παιχνιώδη τρόπο, λεπτή κινητικότητα και όραση, για να δουλεύουν την κοινωνική τους συμπεριφορά (μαθαίνουν να περιμένουν την σειρά τους, να μoιράζονται, να διασκεδάσουν μιας και μπορούν ζωγραφίσουν ακόμη και 2-2), για να ενισχύουν τις δεξιότητες τους (αυτοεξυποηρετούνται, γεμίζουν μόνα τους τα άδεια κύπελλα με χρώμα, βάζουν-βγάζουν τις ποδιές τους, πλένουν τα πινέλα). Γιατί λοιπόν «τιμωρούμε» αυτό το τόσο πλούσιο εργαλείο, αφού πολύ συχνά το αφήνουμε σε αχρηστία; Μήπως μας τρομάζει η όλη διαδικασία; Η «βαβούρα» που προκαλεί; Και γιατί, άραγε, μία τάξη στο νηπιαγωγείο δεν πρέπει να έχει τέτοιου είδους «βαβούρα»;
 
Οι κανόνες της τάξης ή αλλιώς η άρνηση σε όλο της το μεγαλείο
Όταν λέμε σε ένα παιδί στο νηπιαγωγείο «μην τρέχεις!» εννοείται ότι τα κίνητρά μας είναι καλοπροαίρετα και θέλουμε να προστατέψουμε το παιδί από τυχόν ατυχήματα. Αναρωτηθήκαμε όμως πραγματικά, αν το παιδί αντιλαμβάνεται τη σκέψη μας; Γιατί εμείς λέγοντας «μην τρέχεις», εννοούμε «περπάτα». Γιατί δεν του το λέμε, λοιπόν, έτσι απλά; «Μην τρέχεις» γι? αυτό σημαίνει, επίσης, «πήδα», «σύρσου στο έδαφος» κ.λπ. Ας αναλογιστούμε πόσα «μη!» ακούει ένα παιδί σε μια μέρα στο σχολείο και στο σπίτι! Σίγουρα δεν μας άρεσε κι εμάς να τα ακούμε όταν ήμασταν παιδιά? Και είναι πραγματικά τόσο εύκολο να εξασκηθούμε να κάνουμε καταφατικές προτάσεις ή ακόμη και ερωτήσεις! «Μίλα χαμηλόφωνα» ή «μα γιατί φωνάζεις τόσο δυνατά;» αντί του «μη φωνάζεις», «περπάτα» ή «γιατί τρέχεις έτσι; Κι αν πέσεις;» αντί του «μην τρέχεις», «ζήτησέ το ευγενικά» ή «γιατί δεν το ζητάς και το αρπάζεις;» αντί του «μην το αρπάζεις!», «πες του με λόγια ότι θύμωσες» ή «γιατί τον χτυπάς και δεν του το λες;» αντί του «μην χτυπάς τον φίλο σου?», κ.λπ.
 
Αυθόρμητες δραστηριότητες: οι μεγάλες αδικημένες
Θεωρώ ότι υπάρχει μία μεγάλη παρανόηση στη διάκριση των δραστηριοτήτων στο νηπιαγωγείο σε ελεύθερες και οργανωμένες. Καταρχήν, ο όρος «ελεύθερες» υποδηλώνει ότι, σε ασύνειδο επίπεδο, θεωρούμε τις «οργανωμένες» ως ανελεύθερες; Η? μήπως νοηματοδοτούμε, τον όρο «ελεύθερες» ως «τα παιδιά παίζουν μόνα τους κι εγώ ετοιμάζομαι για την οργανωμένη μου δραστηριότητα ή εκτελώ τα διοικητικά μου καθήκοντα»; (Και αυτό σε μόνιμη βάση, όχι απλά περιστασιακά που και ανθρώπινο και κατανοητό είναι να συμβαίνει καμιά φορά).
Πρώτα από όλα επιβάλλεται μία διόρθωση: δεν είναι ελεύθερες οι δραστηριότητες, αλλά αυθόρμητες. Στο νηπιαγωγείο, πρέπει να είμαστε ευτυχισμένοι/ες που έχουμε, ακόμη τουλάχιστον, αυτό το θείο δώρο! Οι αυθόρμητες δραστηριότητες των παιδιών δεν είναι λοιπόν, ανεξέλεγκτες. Αποτελούν την ώρα της παρατήρησης των παιδιών από εμάς, την ώρα της εξατομικευμένης προσέγγισης του καθένα, την ώρα που θα αρπάξει ο/η νηπιαγωγός την ευκαιρία για να δει τι της δείχνουν με τον τρόπο τους τα παιδιά, τι αναδύεται μέσα στην τάξη? Προσωπικά, θα είμαι ακόμη πιο ρηξικέλευθη? Γιατί όλες οι δραστηριότητες να μην ήταν αυθόρμητες στο νηπιαγωγείο; Μέσα σε ένα πλούσιο μαθησιακά περιβάλλον και με έναν λογικό αριθμό παιδιών ανά νηπιαγωγό, η γνώση θα έπρεπε να προσεγγίζεται με έναν γνήσια αναδυόμενο τρόπο. Ο/η νηπιαγωγός θα έπαιζε τον ρόλο του ενορχηστρωτή και το κάθε παιδί θα «έπαιζε» τη δική του μελωδία, ακολουθώντας τον προσωπικό του ρυθμό ανάπτυξης και ωριμότητας στο ταξίδι της γνώσης, των δεξιοτήτων, μέσω του παιχνιδιού, που καλείται να κάνει με τη διετή (λογικά) φοίτησή του στο νηπιαγωγείο.
 
Και φτάσαμε στο επίμαχο θέμα! Ποια είναι η γνώση και ποιες είναι οι δεξιότητες που καλούνται να αποκτήσουν τα παιδιά στο νηπιαγωγείο; Και πώς; Φοβάμαι ότι με τις τακτικές που ακολουθούμε ζητάμε από τα παιδιά να συσσωρεύουν γνώση, χωρίς να δίνουμε πάντα την πρέπουσα σημασία στον τρόπο κατάκτησής της, ευνοώντας έτσι, άθελά μας ίσως, μια ποσοτική και όχι ποιοτική προσέγγιση της μάθησης!
 
Γραφή και ανάγνωση στο νηπιαγωγείο: Η μεγάλη παρεξήγηση
Αν έχουμε πάντα τις παρακάτω 5 ερωτήσεις[1] κατά νου, όταν σχεδιάζουμε δραστηριότητες σχετικά με τα γράμματα, την ΠΡΟγραφή και την ΠΡΟανάγνωση στο νηπιαγωγείο, σίγουρα αυξάνουμε τις πιθανότητες να μην παρανοήσουμε το ρόλο μας και τους στόχους του νηπιαγωγείου:
1) Θέλουμε να δώσουμε βάρος στο μηχανιστικό τρόπο γραφής ή στην κατανόηση;
2) Θέλουμε να διδάξουμε την αποκωδικοποίηση ή την κατανόηση;
3) Διδάσκουμε τη μεταγραφή ή διδάσκουμε την αυτόνομη γραφή;
4) Σε τι χρησιμεύουν η γραφή και η ανάγνωση;
5) Τι νόημα έχει για το παιδί η δραστηριότητα που του προτείνουμε;
 
Το θέμα αυτό είναι τεράστιο και η συζήτηση που ανοίγει μεγάλη και αφορά τόσο τους/τις νηπιαγωγούς, όσο και τους/τις δασκάλους της πρώτης τάξης. Μέσα σε μία παράγραφο είναι δύσκολο να αναλύσουμε θέσεις και να τεκμηριώσουμε απόψεις με παραδείγματα. Μπορούμε όμως να συλλογιστούμε και να θέσουμε τα παραπάνω ερωτήματα στον εαυτό μας. Τότε, ίσως, πολλοί από εμάς διαπιστώσουμε ότι συχνά υποκύπτουμε, είτε στο φόβο με τον οποίο αντιμετωπίζουν οι γονείς το πέρασμα του παιδιού τους από το νηπιαγωγείο στο δημοτικό, είτε υποκύπτουμε έμμεσα στην πίεση του Α.Π. του δημοτικού σχολείου και τελικά καταστούμε το νηπιαγωγείο, δημοτικό. Με ποιο τρόπο; Πιάνοντας μας το «φιλότιμο» να διδάξουμε στους μαθητές μας όλα τα γράμματα, με «σχολικό» τρόπο, ώστε τα παιδιά να μην έχουν πρόβλημα στο δημοτικό και ο/η συνάδελφος της πρώτης να μη θεωρήσει ότι της/του στείλαμε τα παιδιά αδούλευτα. Έτσι, πράττουμε το μέγα σφάλμα, κατ΄εμέ. Να απευθύνουμε σε παιδιά ηλικίας 4-6 χρονών φύλλα εργασίας[2] που δεν έχουν κανένα σχεδόν νόημα γι? αυτά και που πολλές φορές ούτε οι δάσκαλοι της πρώτης τάξης τα δίνουν στους μαθητές τους κατά τους πρώτους μήνες της σχολικής χρονιάς!
 
Φύλλα εργασίας: Τα διαπιστευτήρια της δήθεν γνώσης
Είναι τελικά τόσο κακό να χρησιμοποιούμε φύλλα εργασίας στο νηπιαγωγείο; ΟΧΙ. Ίσα-ίσα είναι ένα πολύτιμο βοήθημα στα χέρια μας. Εξαρτάται όμως, από τη χρήση που θα του κάνουμε και από την ποιότητα του περιεχομένου που θα του δώσουμε. Ασπρόμαυρες φωτοτυπίες, συχνά συραμμένες μεταξύ τους (δηλαδή μπόλικο υλικό!), αμφιλεγόμενης αισθητικής και παιδαγωγικής αξίας, ναι, είναι κακό να δίνονται, όχι μόνο στο νηπιαγωγείο, αλλά και στο δημοτικό. Τα παιδιά μπορεί, όντως, να συμπληρώνουν με επιτυχία τα φύλλα εργασίας που τους δίνουμε, αλλά μήπως τα συμπληρώνουν μηχανιστικά; Το φύλλο εργασίας που δίνουμε, μεταδίδει, πράγματι, στα παιδιά αυτής της ηλικίας γνώσεις ή τα καθιστά ικανά να αναπαράγουν, έπειτα από τις οδηγίες μας, κάτι; Είναι τρόπος που μυεί το παιδί σε έννοιες ή μία μέθοδος για να καταγράψουμε με κωδικοποιημένο τρόπο όσα τους διδάσκουμε στο νηπιαγωγείο; Είναι άραγε και ο πιο φερέγγυος τρόπος καταγραφής και αποτίμησης της γνώσης ενός παιδιού; Η΄ απλά είναι η εύκολη λύση για μας και τους γονείς, ένας ενήλικος, δηλαδή, τρόπος μέτρησης και αξιολόγησης με μεγάλο χαμένο τα ίδια τα παιδιά; Στην περίπτωση που ένα παιδί ανταποκρίνεται θετικά στα φύλλα εργασίας που του δίνουμε είναι τεκμήριο ότι προάγουμε την σκέψη του ή μήπως «παπαγαλισμό» του;
 
Τα φύλλα εργασίας που χρησιμοποιούμε στο νηπιαγωγείο, συνήθως, είναι ίδια για όλα τα παιδιά. Μέσα στην αίθουσα ενός νηπιαγωγείου όμως, βρίσκονται παιδιά με διαφορά ηλικίας ακόμη και 2 χρόνων μεταξύ τους; Δίνοντας σε ένα μικρό προνήπιο την ίδια φωτοτυπία με ένα μεγάλο νήπιο, αναρωτηθήκαμε, άραγε, εάν προκαλούμε αίσθηση ανικανότητας στο μικρότερο μαθητή μας; Πόσες φορές δεν ακούσαμε τη φράση «κυρία, δεν μπορώ/δεν ξέρω να το κάνω». Δεν έχουμε καμία ευθύνη, λοιπόν, για την ανεπαρκή, κατ? επέκταση και αρνητική, εικόνα που σχηματίζουν αναίτια αυτά τα παιδιά για τον εαυτό τους; Η? μήπως κι εμείς δεν κάνουμε το λάθος να λέμε «δεν τα καταφέρνει ο τάδε?». Μήπως όμως, απλά δεν μιλάμε τη γλώσσα του τάδε για να τα καταφέρει αυτός; Ας προσέξουμε! Δεν του ανεβάζουμε πάντα ψηλά τον πήχη και γι? αυτό δεν τα καταφέρνει. Του δίνουμε πράγματα που δεν έχουν νόημα για τον ίδιο. Ενώ εργαζόμαστε πολύ και φιλότιμα, μήπως δεν κατευθύνουμε τον κόπο μας σωστά, ώστε να μιλήσουμε τη γλώσσα των παιδιών, να συναντήσουμε τη λογική τους και, με αυτόν τον τρόπο πια, να τους διδάξουμε όσα οφείλουμε; Μήπως θα έπρεπε να κουβαλάμε λιγότερο άγχος, να επιλέξουμε να διδάξουμε λιγότερα θέματα στο νηπιαγωγείο, αλλά να τα δούμε πολύπλευρα, διαθεματικά και να εστιάσουμε στον τρόπο μετάδοσης και κατάκτησης της γνώσης, στη μέθοδο που χρησιμοποιούμε, στην εμβάθυνση και όξυνση της σκέψης των μαθητών μας; Διότι, οι δεξιότητες που θα αναπτύξουν οι μαθητές μας με αυτόν τον τρόπο, θα τους συνοδεύουν συνέχεια στη σχολική τους ζωή, αλλά και στην ευρύτερη κοινωνία. Τότε, είμαι σίγουρη ότι και λιγότερα φύλλα εργασίας θα χρησιμοποιούμε και πιο ουσιαστικά θα είναι αυτά.
 
Το σύνδρομο του καλού παιδιού?
Τέλος θέλω να κλείσω σχολιάζοντας μία φράση που χρησιμοποιούμε κατά κόρον όταν απευθυνόμαστε στα παιδιά, είτε για να τα φιλοτιμήσουμε, είτε για να τα νουθετήσουμε. «Να είσαι καλό παιδί» είναι μία φράση που στοίχειωσε την παιδική ηλικία πολλών και συνεχίζει να τη στοιχειώνει ακόμη και τώρα δυστυχώς? Το επίθετο «καλός» ενέχει πολλά νοήματα και ο καθένας από εμάς το νοηματοδοτεί και το εκλαμβάνει διαφορετικά. Καλό παιδί για κάποιον μπορεί να είναι το συνεργάσιμο παιδί, αλλά για κάποιον άλλον το πειθήνιο. Μπορεί να χαρακτηρίζουμε ένα φιλήσυχο παιδί ως καλό, αλλά αντί για φιλήσυχο τελικά, το παιδί αυτό να είναι φοβισμένο ή διστακτικό? Συνειδητοποιούμε το λάθος που κάνουμε στην περίπτωση αυτή; Επιβραβεύουμε στην ουσία, εν αγνοία μας, μία συμπεριφορά που κανονικά θα έπρεπε να άρουμε. Αναλογιστήκαμε ποτέ ότι, όταν λέμε σε ένα παιδί «δεν είσαι καλό παιδί» ή «να είσαι καλό παιδί» του λέμε σε τελική ανάλυση, θελημένα ή αθέλητα, ότι είναι κακό παιδί; Τι έχουμε να απαντήσουμε γι? αυτό στους μαθητές μας; Στη θέση του «καλός» μήπως θα έπρεπε να αρχίσουμε να χρησιμοποιούμε  λέξεις όπως ευγενικός, συνεργάσιμος, τακτικός, επιμελής, εργατικός, φιλότιμος, φρόνιμος;
 
Σιδηροπούλου Χριστίνα
Νηπιαγωγός


[1] Γραφή και Ανάγνωση (3 τόμοι, ΟΕΒΔ, 1998, επιμ. Τζ. Βαρνάβα-Σκούρα)
[2] Η ευθύνη που βαρύνει και τους εκδοτικούς οίκους είναι μεγάλη. Αξίζει να αναλογιστούμε πόσα βοηθήματα και βιβλία κυκλοφορούν στο εμπόριο και απευθύνονται σε γονείς, εκπαιδευτικούς και μαθητές. Η εκπαιδευτική κοινότητα είναι τεράστια και η αγοραστική δύναμη που αντιπροσωπεύει είναι πολύ ενδιαφέρουσα για την αγορά. Εμείς όμως οφείλουμε να έχουμε κριτική στάση απέναντι σε όλη αυτήν την εκδοτική πληθώρα και να κρίνουμε με αυστηρά παιδαγωγικά και αισθητικά κριτήρια τα εγχειρίδια που μας προτείνουν ως βοηθήματα.